δισύλλαβος

δισύλλαβος
-η, -ο (AM δισύλλαβος, -ον)
αυτός που αποτελείται από δύο συλλαβές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δισύλλαβος — of two syllables masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισύλλαβος — η, ο αυτός που αποτελείται από δύο συλλαβές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • δισυλλάβως — δισύλλαβος of two syllables adverbial δισύλλαβος of two syllables masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισύλλαβον — δισύλλαβος of two syllables masc/fem acc sg δισύλλαβος of two syllables neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισυλλάβοις — δισύλλαβος of two syllables masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισυλλάβου — δισύλλαβος of two syllables masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισυλλάβους — δισύλλαβος of two syllables masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισυλλάβων — δισύλλαβος of two syllables masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισυλλάβῳ — δισύλλαβος of two syllables masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”